καμελότος

καμελότος
ο
(ιστ.) (κυρίως στον πληθ.) οι καμελότοι
υποτιμητική ονομασία που δινόταν παλαιότερα από τους Γάλλους δημοκρατικούς στους οπαδούς τού κόμματος τών βασιλοφρόνων και η οποία προήλθε από τους καμελό, δηλ. αυτούς που πουλούσαν εφημερίδες και φυλλάδια προπαγανδιστικά τής βασιλικής ιδέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. camelot < cameloter «πουλώ χαμηλής ποιότητας αντικείμενα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”